Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΚ:ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΙΟΣ 1948

Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στην Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1948, μέσα στην «ασπρόμαυρη» ατμόσφαιρα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, πυροδότησε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των ελληνικών αστυνομικών αρχών και έθεσε σε επιφυλακή τις διπλωματικές, στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγ. Βρετανίας. Σήμερα, 62 χρόνια μετά και παρά την επίσημη «διαλεύκανση» της υπόθεσης, ήδη από το 1949, όλες οι εκδοχές για τους δράστες του (πολιτικού) εγκλήματος παραμένουν ανοικτές… Γύρω στις 9 το πρωί της Κυριακής 16 Μαΐου 1948, ο λεμβούχος Λάμπρος Αντώναροςβγήκε με τη βάρκα του στα ανοικτά του κόλπου της Θεσσαλονίκης για ψάρεμα. Ενώ βρισκόταν περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο (μπροστά στο κέντρο «Τριανόν») είδε έκπληκτος ένα θέαμα που τον άφησε εμβρόντητο: επρόκειτο για το πτώμα νεαρού άνδρα, που έπλεε στη θάλασσα με εμφανή σημάδια αποσύνθεσης. Με τη βάρκα του μετέφερε το πτώμα στην προβλήτα και κάλεσε το λιμενικό. Όπως σημειώνεται στην έκθεση αυτοψίας «το πτώμα επαρουσίαζεν όψιν αποσυνθέσεως» ενώ «τα κάτω και τα άνω άκρα αυτού ήταν προσδεδεμένα αλλήλων δια σχοινιού». Αλλά το πλέον σοβαρό εύρημα ήταν πως το θύμα «έφερεν τραύμα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής επενεχθέντος δια πυροβόλου όπλου». Πάνω στο πτώμα βρέθηκε η ταυτότητά του: επρόκειτο για τον 34χρονο Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ (George Polk), ανταποκριτή του ειδησεογραφικού οργανισμού CBS (Columbia Broadcasting System), ο οποίος είχε εξαφανιστεί μία εβδομάδα νωρίτερα από το ξενοδοχείο της πόλης «Αστόρια» όπου διέμενε.
Η πληροφορία για την ανεύρεση του πτώματος έσκασε «σαν βόμβα» στις ελληνικές αρχές και κινητοποίησε αμέσως τις διπλωματικές αντιπροσωπείες και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, λόγω της εθνικότητας και της ιδιότητας του θύματος, αλλά κυρίως εξαιτίας της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας το προηγούμενο διάστημα.
Παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ο Μουζενίδης δεν ζούσε και ο Βασβανάς ήταν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη την εποχή της δολοφονίας, πως ο Πολκ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν υποτίθεται πως τον συνάντησε ο Στακτόπουλος στην Αθήνα, και δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας που να τους είδε να τρώνε το βράδυ του φόνου στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο», τον Απρίλιο του 1949 ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ οι Μουζενίδης και Βασβανάς (οι οποίοι, όπως ήταν… φυσικό, απουσίαζαν από τη διαδικασία) στη θανατική ποινή. Η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε, αφού αποδείχτηκε γραφολογικά ότι δεν έγραψε και πολύ περισσότερο δεν έστειλε αυτή τον επίμαχο φάκελο με την ταυτότητα του Πολκ. Αργότερα, θα αποδειχθεί πως τον φάκελο είχε βρει εντελώς τυχαία στην προκυμαία της πόλης ο Θ. Μπάμιας και είχε αναθέσει σ’ έναν φίλο του να γράψει τη διεύθυνση και να τη στείλει στην αστυνομία. O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ουΠαγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής
Στις αρχές του Μαΐου του 1948 ετοιμαζόταν να επιστρέψει με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ, όπου τον περίμενε μια ετήσια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή του (είχε εισιτήρια για τις 20 Μαΐου), διότι ήθελε προηγουμένως να πραγματοποιήσει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία: καθώς ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο κρισιμότερο στάδιό του, σκόπευε να πάει «στο βουνό, κάπου στη Βορ. Ελλάδα» και να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης»Μάρκο Βαφειάδη. Για το σκοπό αυτό, την Παρασκευή 7 Μαΐου έφτασε (χωρίς τη συνοδεία της γυναίκας του) στην Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Την ίδια και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε το αμερικανικό προξενείο στην πόλη και είχε συναντήσεις με αμερικανούς και βρετανούς αξιωματικούς αλλά και δημοσιογράφους˙ ανάμεσά τους και τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters Γρηγόρη Στακτόπουλο, που τότε γνώρισε για πρώτη φορά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 8 Μαΐου, ο θυρωρός τον είδε να μπαίνει στο ξενοδοχείο για τελευταία φορά.
Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν. Τη Δευτέρα 10 Μαΐου, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές για την εξαφάνιση, ενώ στις 12 Μαΐου στην πόλη έφτασε η σύζυγός του Ρέα, φανερά ανήσυχη από την εξέλιξη αυτή και αργότερα ο αδελφός του Γουίλιαμ.
Αμέσως μετά την ανακάλυψη του πτώματος βρέθηκαν στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι του CBS Ουίν. Μπερνέτ και Τζ. Σεκοντάρι, καθώς και ο στρατηγός Γ. Ντόνοβαν πρώην διευθυντής της OSS (η μυστική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ πριν από τη σύσταση της CIA), ειδικός ερευνητής-σύμβουλος μιας επιτροπής της αμερικανικής «Ένωσης Συγγραφέων – Δημοσιογράφων Εξωτερικού» (OWA) με πρόεδρο τον Γ. Λίπμαν («επιτροπή Λίπμαν»).

Ο Στακτόπουλος

Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, στις 14 Αυγούστου, ο Στακτόπουλος συνελήφθη ως ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του Πολκ. Ο Έλληνας δημοσιογράφος -ο οποίος είχε κομμουνιστικό παρελθόν και είχε σπουδάσει στο αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της πόλης- θεωρήθηκε ως ο άνθρωπος που έστησε την «παγίδα θανάτου» στον Αμερικανό συνάδελφό του. Υπό την πίεση της ανάκρισης, ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων αλλά και για να αποφύγει τη θανατική ποινή, ο Στακτόπουλος έκανε δύο ομολογίες παραδεχόμενος την ανάμειξή του στο έγκλημα. Δύο μέρες μετά, συνελήφθη ως συνεργός και η μητέρα του, Άννα Στακτοπούλου, η οποία φερόταν να είναι η αποστολέας φακέλου που απευθυνόταν «προς το 3ο Αστυνομικό Τμήμα» και περιείχε τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της «Panamerican Airways». Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε -παράνομα- τέσσερα χρόνια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας προτού μεταφερθεί στις φυλακές. Το 1956 η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια και το 1960 αποφυλακίστηκε, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καλλίας μείωσε την ποινή σε 17 χρόνια.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (κυρίως χάρη σε σοβαρή έρευνα και σειρά δημοσιευμάτων του δημοσιογράφου Β. Τσιμπιδάρου) είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτό πως ο Στακτόπουλος δεν είχε καμιά συμμετοχή στην υπόθεση. Ο ίδιος, ως το 1998 όταν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, βασιζόμενος σε νέα στοιχεία, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ώστε να ξανανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης και να υπάρξει αναψηλάφηση της δίκης του, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό (η τελευταία σχετική αίτηση, αυτή τη φορά από την πλευρά της συζύγου του, απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μόλις τον προηγούμενο Μάιο). Σήμερα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως για τη δολοφονία του Πολκ δεν ευθύνονται αυτοί που καταδικάστηκαν το 1949. Αλλά, αν δεν είναι αυτοί, τότε ποιοι κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του;
Το κλίμα της εποχής
Η υπόθεση Πολκ αποτελεί ένα πραγματικό φαινόμενο στα διεθνή ποινικά χρονικά, καθώς πέρα από την επίσημη «λύση Στακτόπουλου», έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, επτά, τουλάχιστον, εκδοχές για την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας και τα κίνητρά τους. Για την κατανόηση των ποικίλων παραμέτρων της υπόθεσης, σκόπιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε συνοπτικά το πολιτικό περιβάλλον και το διεθνές κλίμα εκείνης της περιόδου.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1947 είχε εξαγγελθεί το «δόγμα Τρούμαν» με το οποίο η Ελλάδα είχε περάσει από τη βρετανική στην αμερικανική κηδεμονία. Στο πλαίσιο του δόγματος, οι Η.Π.Α. διέθεσαν συνολικά ως οικονομική βοήθεια το ποσό των 300 εκατ. δολ., που στην Ελλάδα διαχειριζόταν η «Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας προς την Ελλάδα» (AMAG). Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη φάση του και οι στρατιωτική αναμέτρηση έδειχνε ακόμα σχετικά αμφίρροπη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της κυβέρνησης του Θ. Σοφούλη (που ουσιαστικά καθοδηγούνταν από αμερικανούς αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Βαν Φλητ) είχαν «περιοριστεί» στις μεγάλες πόλεις και η Θεσσαλονίκη βρισκόταν πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων στη βόρεια Ελλάδα, ένα σημαντικό μέρος της οποίας κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ταυτοχρόνως, στο διεθνές πεδίο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αντικομμουνιστικό, ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα, είτε βάσει σχεδίου είτε τυχαίως, αποτελούσε το πρώτο πεδίο εφαρμογής της στρατηγικής του.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσημη εκδοχή που παρουσίασαν οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης (με επικεφαλής τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχη Ν. Μουσχουντή) έγινε αμέσως δεκτή από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ (τη στήριξε, άλλωστε, σχεδόν από την αρχή και ο στρατηγός Ντόνοβαν, αποκρύπτοντας ενδεχομένως πολλά στοιχεία που γνώριζε), που απλώς συμφώνησε και υποστήριξε με κάθε δυνατότητά της το πόρισμα των ανακρίσεων και την απόφαση του δικαστηρίου.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, έρευνες σε ελληνικά, αμερικανικά, βρετανικά και άλλα αρχεία, καταθέσεις Αμερικανών, Βρετανών και Ελλήνων πολιτών, δεκάδες βιβλία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, τρεις κινηματογραφικές ταινίες («Κιέριον» του Δ. Θέου – 1966,«Υπόθεση Πολκ» του Αγ. Μάλλιαρη – 1978 και “Ο φάκελος Πολκ στον αέρα” του Γρ. Γρηγοράτου – 1987) και εκατοντάδες δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο προσκόμισαν νέα στοιχεία, που κατονόμαζαν τους δράστες σε διαφορετικούς και ποικίλους πολιτικούς, κοινωνικούς και «επαγγελματικούς» χώρους.

2 σχόλια:

  1. Ευχαριστώ πάρα πολύ!ο,τιδήποτε έξτρα αναρτηθεί οσο γι'αυτο το θεμα αλλά και για κάτι ακόμα σχετικό θα ήταν χρησιμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή