Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Βασιλική οικογενειακή τραγωδία στο Κουβέιτ


Οικογενειακή τραγωδία εξελίσσεται στο Κουβέιτ, καθώς η βασιλική οικογένεια της χώρας ανακοίνωσε χθες ότι πενθεί για τον θάνατο του πρίγκιπα Μπάζελ αλ Σαμπάχ, ο οποίος πυροβολήθηκε αρκετές φορές προχθές βράδυ στο σπίτι του. Σύμφωνα με την εφημερίδα “Gulf News”, ο δράστης που πυροβόλησε τον πρίγκιπα φέρεται να είναι ένας θείος του από την πλευρά της μητέρας του. Όπως έγινε γνωστό, οι δύο άντρες είχαν νωρίτερα λογομαχία σχετικά με αυτοκίνητα ενώπιον άλλων ανδρών. Πληροφορίες των μέσων ενημέρωσης αναφέρουν πως ο πρίγκιπας βρισκόταν σε συνάντηση αργά προχθές το απόγευμα, όταν ο θείος του του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Λίγο αργότερα οι καλεσμένοι άκουσαν πυροβολισμούς.
Ο σεΐχης Μπάζελ άφησε την τελευταία του πνοή μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν πως είχε δεχθεί αρκετές σφαίρες από μικρή απόσταση. Η αστυνομία έχει συλλάβει τον φερόμενο ως δράστη, ενώ έχει διατάξει ανακρίσεις. Πληροφορίες παρουσιάζουν τον ύποπτο ως μέλος του στρατού και κατά είκοσι χρόνια νεότερο από το θύμα, αλλά το υπουργείο Εσωτερικών αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες αυτές.

Ρόνι Λι Γκάρντνερ: Δολοφόνος εκτελέστηκε διά τουφεκισμού στις ΗΠΑ

Διά τουφεκισμού εκτελέστηκε από εκτελεστικό απόσπασμα χθες ο 49χρονος Ρόνι Λι Γκάρντνερ στην πολιτεία της Γιούτα των ΗΠΑ και έγινε ο πρώτος που εκτελείται με αυτόν τον τρόπο στις ΗΠΑ από το 1996.Ο θανατοποινίτης, που είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία δικηγόρου το 1985, επέλεξε ο ίδιος αυτόν τον τρόπο εκτέλεσής του, αντί της ενδοφλέβιας ένεσης. Όπως είχε αναφέρει, “έζησα με το όπλο, σκότωσα με το όπλο, θα πεθάνω από το όπλο”. Από τις φυλακές όπου κρατούταν ο Γκάρντνερ έγινε γνωστό ότι ο 49χρονος έφαγε το τελευταίο γεύμα του την Τρίτη, γιατί στη συνέχεια ήθελε να νηστέψει για 48 ώρες. Την τελευταία ημέρα της ζωής του παρακολούθησε την τριλογία του “Άρχοντα των δαχτυλιδιών” και συνομίλησε με κληρικούς και τους δικηγόρους του. Έξω από τη φυλακή, όπου πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση, είχαν συγκεντρωθεί περίπου 20 συγγενείς και φίλοι του Γκάρντνερ, οι οποίοι, ωστόσο, δεν παρακολούθησαν την εκτέλεση. Όπως ανέφερε ο αδερφός του, Ράντι, “εκείνος δεν ήθελε να τον δούμε να πυροβολείται. Θα ήθελα να ήμουν στο πλάι του”.

Εγκλειστος στη Χάγη απειλεί με δολοφονία ηγέτη της αντιπολίτευσης

Το οργανωμένο έγκλημα και οι μαφιόζικες οργανώσεις όχι μόνο κυριαρχούν στη Σερβία (και σε άλλες βαλκανικές χώρες), αλλά βρίσκονται και σε ευθεία διαπλοκή με τους πολιτικούς.Τελευταία υπόθεση που απασχολεί τη χώρα είναι το δημοσίευμα της σερβικής εφημερίδας “Μπλιτς”, η οποία αναφέρει ότι η σερβική αστυνομία έχει αυξήσει τα μέτρα προστασίας του ηγέτη της (δεξιάς πατριωτικής) αντιπολίτευσης Τόμισλαβ Νίκολιτς ύστερα από πληροφορίες ότι απειλείται η ζωή του. Όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα, τη δολοφονία του Νίκολιτς παρήγγειλε από τις φυλακές της Χάγης ο πρόεδρος του εθνικιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος Βόιτσλαβ Σέσελι, για να εκδικηθεί τον Νίκολιτς που αποχώρησε από το Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ο ίδιος ο Νίκολιτς, σε συνέντευξή του στον ανεξάρτητο τηλεοπτικό σταθμό Β92, ανέφερε ότι η γενική εισαγγελία τον ενημέρωσε πως διαθέτει στοιχεία, βάσει των οποίων ο Σέσελι παρήγγειλε τη δολοφονία του στον Λούκα Μπόγιοβιτς, έμπορο ναρκωτικών, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις με τη μαφία του Ζέμουν, μέλη της οποίας δολοφόνησαν τον πρώην πρωθυπουργό Ζόραν Τζίντζιτς. Η σερβική αστυνομία εκτιμάει ότι στη χώρα δρουν 27 οργανωμένες ομάδες εγκληματιών. Κατά τον υπουργό Εσωτερικών Ίβιτσα Ντάτσιτς, οι ομάδες αυτές έχουν περίπου 200 μέλη και δραστηριοποιούνται κυρίως στο εμπόριο ναρκωτικών. Ο ίδιος ανέφερε ότι μέσα στο 2009 εξολοθρεύτηκαν επτά ομάδες και συνελήφθησαν 86 εγκληματίες.

ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ


Μυστήριο εξακολουθεί να καλύπτει τη δολοφονία του 48χρονου γραμματέα του δήμου Εγνατία Κοσμά Βακουφάρη τον Απρίλιο του 2004, καθώς μέχρι σήμερα η αστυνομία δεν έχει βρει κανένα ίχνος των δραστών. Ο άτυχος γραμματέας βρέθηκε απαγχονισμένος σε ερημική περιοχή στη Ρεντίνα, ενώ οι δράστες είχαν κόψει τα τέσσερα δάχτυλα του ενός χεριού του. Ο ιατροδικαστής είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτοκτονίας, επισημαίνοντας πως οι δολοφόνοι ήταν αυτοί που τον κρέμασαν.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών είχαν στραφεί κυρίως σε Αλβανούς που είχαν δοσοληψίες με το δήμο όπου εργαζόταν ο 48χρονος για τη διεκπεραίωση των προσωπικών τους εγγράφων για τη νομιμοποίησή τους. Από την αγριότητα του εγκλήματος θεωρήθηκε πως οι δράστες ήθελαν να στείλουν μήνυμα πως ήταν πράξη αντεκδίκησης.

ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΖΗΛΙΑΣ


Σε έναν κάδο σκουπιδιών, στην οδό Αιλιανού 12, στα Κάτω Πατήσια, βρέθηκε τεμαχισμένη στις 25 Ιουνίου 1987 η 18χρονη Ζωή Γαρμανή. Τα τεμαχισμένα μέλη της νεαρής είχε βρει στον κάδο απορριμμάτων ένας συλλέκτης, ο Κώστας Βουζίκας, ο οποίος έψαχνε, όπως είχε πει, για γραμματόσημα. Το κεφάλι της κοπέλας βρέθηκε σε άλλο σημείο, επί της οδού Αχαρνών και Πιπίνου.
Ο 27χρονος τότε σύζυγός της Παναγιώτης Φραντζής, τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και πλασιέ, δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε τη γυναίκα του, αλλά υποστήριξε ότι η σύζυγός του είχε τραυματισθεί μετά από έντονο καβγά. "Έσπρωξα τη Ζωή, η οποία έπεσε πάνω στην ντουλάπα και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Φοβήθηκα και, προκειμένου να αποφύγω τις συνέπειες, τεμάχισα το πτώμα της", είχε πει. Ωστόσο, ο ιατροδικαστής στην έκθεσή του είχε υποστηρίξει τότε ότι η κοπέλα έφερε ίχνη στραγγαλισμού. Το κίνητρο, όπως είχε ειπωθεί, ήταν η παθολογική ζήλια του Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος παραδόθηκε μόνος του στις αρχές, όταν βρέθηκαν τα τεμαχισμένα μέλη.

ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ


Συγκλονισμένος παραμένει ο χώρος της έβδομης τέχνης από τη στυγνή δολοφονία του ηθοποιού Νίκου Σεργιαννόπουλου, που βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με 21 μαχαιριές στις 4 Ιουνίου. Το πάρτι που προηγήθηκε με τη συμμετοχή φίλων του, οι τελευταίες περιπέτειες που είχε με την αστυνομία, καθώς ήταν χρήστης ναρκωτικών, αλλά ειδικά η επιτυχημένη καριέρα του ήταν αρκετά για να προκαλέσουν το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την τύχη του ηθοποιού από τη Δράμα.
Κατηγορούμενος για τη δολοφονία είναι 30χρονος Γεωργιανός, ο οποίος κατάφερε και έμεινε κρυμμένος για σχεδόν δύο μήνες, μέχρι που επέστρεψε στα στέκια του, στην πλατεία Βικτορίας. Οι αστυνομικοί, που παρακολουθούσαν στενά την περιοχή, όντας σίγουροι ότι θα εμφανιζόταν, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια Αττικής, όπου ομολόγησε τη δολοφονία του διάσημου ηθοποιού. Στην απολογία του ισχυρίστηκε πως ο ηθοποιός ήταν αυτός που του πρότεινε να πάει στο σπίτι του και εκείνος πρώτος του προέταξε το μαχαίρι, γι'; αυτό αντέδρασε. Στη συνέχεια αναστάτωσε το σπίτι, ώστε να μπερδέψει τους αστυνομικούς και να το εμφανίσει σαν ληστεία, και έφυγε.

ΟΙ ΣΑΤΑΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΛΗΝΗΣ


Ήταν παραμονές Πρωτοχρονιάς του έτους 1994, όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση των "σατανιστών της Παλλήνης", που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η "σατανική τριάδα", στις αρχές της δεκαετίας του 90, κατηγορήθηκε ότι αποπλανούσε νεαρά κορίτσια, μεταξύ των οποίων και ανήλικα, και όλοι μαζί επιδίδονταν σε ομαδικά σεξουαλικά όργια και τελετές μαύρης μαγείας.
Στις 27 Αυγούστου 1992 οι τρεις τους οδήγησαν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου. Ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλλης έγδυσαν τη μικρή, της φόρεσαν χειροπέδες και την υποχρέωσαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί. Στη συνέχεια τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι, αλλά εκείνη διατήρησε τις αισθήσεις της, για να τη στραγγαλίσουν αργότερα. Όταν βεβαιώθηκαν πως η κοπέλα είχε πεθάνει, ασέλγησαν πάνω στο πτώμα της και μετά το περιέλουσαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά. Επόμενο θύμα τους ήταν η Γαρυφαλλιά Γιούργα, την οποία πλησίασαν τη Μεγάλη Τετάρτη, 14 Απριλίου 1993, και προσποιούμενοι τους αστυνομικούς της ζήτησαν να μπει στο αυτοκίνητό τους και να τους ακολουθήσει. Η τύχη της ήταν ίδια με αυτή της Δώρας Συροπούλου.

ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΕ ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ


"Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου", είχε πει ο 23χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος, ο ναυτικός που δολοφόνησε την 30χρονη Ελληνοαμερικανίδα Τζούλι Μαρί Σκάλι.
Στις 8 Ιανουαρίου 1999 ο Σκιαδόπουλος στραγγάλισε το πρώην μοντέλο, έκοψε το κεφάλι, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας. Εκοψε το κεφάλι της αρραβωνιαστικιάς του με πριόνι, επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα, και το πέταξε για να μη βρεθεί ποτέ. Χαρακτηριστικό του σφοδρού έρωτα που έτρεφε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του, για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της.
Eπί 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το φοβερό του έγκλημα. Μάλιστα, έβγαινε τότε στα τηλεοπτικά κανάλια από το κέντρο της Αθήνας και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του.

ΤΕΜΑΧΙΣΕ ΤΗΝ ΕΓΚΥΟ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ


Εγκυος στον όγδοο μήνα της ήταν η 25χρονη Ουκρανή Ελένα Σατούλοβα, που δολοφονήθηκε από τον 24χρονο γεωργιανό σύντροφό της Χριστοφόρ Παρασκευόφ το Δεκέμβριο του 2004 στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.
Ενας οικογενειακός καβγάς ήταν αρκετός για τον Γεωργιανό να σφάξει την άτυχη γυναίκα μέσα στο διαμέρισμά τους. Στη συνέχεια τεμάχισε το πτώμα, κόβοντας το κεφάλι και τα χέρια της, τα οποία πέταξε στον Αλιάκμονα και μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί. Στόχος του ήταν να εξαφανίσει καθετί αναγνωρίσιμο (δακτυλικά αποτυπώματα και πρόσωπο), για να μη βρεθούν ποτέ τα στοιχεία ταυτότητας του θύματος.
Το υπόλοιπο σώμα, που μετέφερε μέσα σε σακούλες σκουπιδιών, πέταξε σε χωματερή του Αιγινίου Πιερίας, όπου το βρήκαν τυχαία δύο Ρουμάνοι που έμεναν κοντά και ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο αλλοδαπός εντοπίστηκε και συνελήφθη, καθώς συγγενείς του που έμεναν στην Κατερίνη αποκάλυψαν τη σχέση του με την 25χρονη. Ο ίδιος ομολόγησε αποκαλύπτοντας ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν μια διαφωνία που είχε με τη σύντροφό του.

ΑΓΡΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ


"Μετά τη δεύτερη μαχαιριά, δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκανα, με είχε πιάσει αμόκ". Ο βασικός κατηγορούμενος για τη δολοφονία της 26χρονης Λευκοθέας Τσενικίδου ομολόγησε με κυνικό τρόπο τη δολοφονία της νεαρής, που εξιχνιάστηκε σχεδόν δύο χρόνια μετά την τέλεσή της, το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου 2002.
Η 26χρονη βρέθηκε με 19 μαχαιριές, κυρίως στο λαιμό και στο υπόλοιπο σώμα της, μέσα στο ενεχυροδανειστήριο του πατέρα της, στον ημιώροφο της πολυκατοικίας στην οδό Εγνατία 12, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο για την πρωτοφανή αγριότητα του εγκλήματος.
Το κίνητρο των δύο δραστών ήταν η ληστεία, όπως αποκαλύφτηκε μετά τη σύλληψή τους, αφού εντοπίστηκαν τα στοιχεία ταυτότητάς τους από ένα δακτυλικό αποτύπωμα που άφησαν στη γυάλινη πόρτα του καταστήματος. Οι ίδιοι ομολόγησαν πως έπεισαν την κοπέλα να ανοίξει στην ασφαλισμένη πόρτα του καταστήματος, προσποιούμενοι τους πελάτες.
Ωστόσο, αρχικά εξετάστηκε το ενδεχόμενο το κίνητρο των δραστών να ήταν άλλο και ειδικά να πρόκειται για ψυχοπαθή δολοφόνο.

ΤΗΝ ΕΚΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ


Ενα "σατανικό ζευγάρι" ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία έστησε ολόκληρη φρικιαστική επιχείρηση, παίρνοντας την ιδέα από... αστυνομική ταινία. Παραπλάνησαν την 39χρονη Σκοπιανή Βιολέτα Βελιανόφσκα ότι ήθελαν να την απασχολήσουν στο εστιατόριό τους στη Γερμανία και την επιβίβασαν στο αυτοκίνητό τους.
Το Νοέμβριο του 2003, στην εθνική οδό Έδεσσας - Φλώρινας, αφού την υπνώτισαν, έβαλαν φωτιά και την έκαψαν ζωντανή, μπροστά στα μάτια του 1χρονου γιου τους. Στη συνέχεια ο βασικός κατηγορούμενος Νικόλαος Γκεσόπουλος υποστήριξε στην αστυνομία ότι η νεκρή ήταν η σύζυγός του, που έπεσε θύμα τροχαίου, "αναγνώρισε" μάλιστα στο νεκροτομείο το πτώμα της τόσο ο ίδιος όσο και ο γιος του. Σκοπός τους κατηγορήθηκαν ότι ήταν να εισπράξουν 1.500.000 ευρώ, ποσό για το οποίο είχε ασφαλιστεί η σύζυγός του, Μαρία Γκεσοπούλου, η οποία μετά το στυγερό έγκλημα κρύφτηκε στο πατρικό σπίτι της οικογένειας στους Λόφους της Φλώρινας.
Το έγκλημα αποκαλύφτηκε από τον ίδιο τον Γκεσόπουλο, ο οποίος από τη φωτιά που έβαλε κάηκε στο χέρι και στη συνέχεια ομολόγησε, επιρρίπτοντας τις ευθύνες του σατανικού σχεδίου στη γυναίκα του. Και οι δύο καταδικάστηκαν και είναι στη φυλακή.

ΞΕΚΛΗΡΙΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ


Η ανατριχιαστική ιστορία του 24χρονου φοιτητή Νομικής από την Καβάλα Θεόφιλου Σεχίδη είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Ήταν Αύγουστος του 1996, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο νεαρός είχε δολοφονήσει τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Ελένη, την 32χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη και τον θείο του Βασίλη, 57 χρόνων.
Η πενταπλή δολοφονία είχε διαπραχθεί στις 19 και 20 Μαΐου 1996. Ο Σεχίδης δολοφόνησε τα μέλη της οικογένειάς του, στη συνέχεια τεμάχισε τα πτώματά τους, τα τοποθέτησε σε πλαστικές σακούλες και τα μετέφερε με το αυτοκίνητό του με φεριμπόουτ στην Καβάλα, όπου τα εξαφάνισε στο σκουπιδότοπο της Νέας Κάρβαλης. "Τους ξέκανα πριν με ξεκάνουν", είχε πει τότε στους αστυνομικούς. "Tους σκότωσα, γιατί δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα", δήλωσε στο δικαστήριο, που τον καταδίκασε πέντε φορές ισόβια.
Κυνικός μέχρι την τελευταία στιγμή της ανάκρισης, εξέπληξε μέχρι και τους αστυνομικούς με την ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπιζε όσα έκανε. "Τι ήταν η πέμπτη, αφού είχαν σκοτώσει τους τέσσερις", είχε πει για τη γιαγιά του.

Χουάρες, η πόλη των νεκρών γυναικών

Τρόμος στις φτωχογειτονιές του Χουάρες στο Μεξικό Βιασμοί και βάναυσες δολοφονίες 450 νέων γυναικών.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρουσίαση άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Λατινοαμερικάνικο περιοδικό RESUMEN (2/2003) και ειδήσεων από το δικτυακό τόπο Rebelion και περιγράφει μια ακραία έκφραση της συνάρθρωσης του καπιταλισμού με την πατριαρχία.

Το Χουάρες είναι η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη του Μεξικού (2 εκατομμύρια κάτοικοι), στα σύνορα με τις Η.Π.Α.(Τέξας). Τα τελευταία χρόνια, λόγω του φθηνού, ποσοτικά απεριόριστου και χωρίς εργασιακά δικαιώματα εργατικού δυναμικού, των σημαντικών φορολογικών απαλλαγών και της ανυπαρξίας νομοθεσίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, πολλές ξένες εταιρείες, κατά κύριο λόγο βορειοαμερικανικές, έχουν εγκαταστήσει στην πόλη αυτή εργοστάσιά τους (Ford, General Motors/Electric, Dupont, κ. ά.). Το 70% του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στα εργοστάσια αυτά είναι νέα κορίτσια, στην πλειοψηφία τους 16-24 ετών αλλά και πολύ μικρότερης ηλικίας, που έχουν έλθει με τις οικογένειές τους στην πόλη αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ορισμένοι αποκαλούν το Χουάρες εργαστήριο του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης, μια "πόλη του μέλλοντος". Το Χουάρες είναι επίσης σημαντικό κέντρο διακίνησης κρακ και κοκαΐνης. Το ιδιαίτερα κερδοφόρο ναρκο-εμπόριο ανθεί και στις δύο πλευρές των συνόρων προσδίδοντας οικονομική και κοινωνική ισχύ στις ανταγωνιστικές ομάδες εμπόρων. Όταν ο ανταγωνισμός οξύνεται και αρχίζουν τα φονικά ξεκαθαρίσματα, οι νεκροί, τυχαία θύματα των διασταυρούμενων πυρών, θεωρούνται σαν αναπόφευκτο μέρος της.. δουλειάς. Σε τούτη την "πόλη του μέλλοντος" φτάνουν καθημερινά καμιόνια από όλο το Μεξικό γεμάτα από απελπισμένους αγρότες και αγρότισσες που αναζητούν καλύτερη τύχη. Η συμφωνία για την απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών (ALCA) που τέθηκε σε λειτουργία από την 1.1.1994 χειροτέρεψε την κατάσταση στην ύπαιθρο και οι μεξικανοί αγρότες και αγρότισσες γίνονται όλο και πιο φτωχοί, ενώ το μέλλον τους διαγράφεται αβέβαιο και αδιέξοδο. Έτσι, χιλιάδες αγρότες/ισσες - κατά κύριο λόγο ιθαγενείς- αναγκάζονται για να επιβιώσουν να εγκαταλείπουν τις κοινότητές τους και τη γη στην οποία οι οικογένειές τους έζησαν για πολλές γενιές και να πηγαίνουν στις πόλεις. Η υπόσχεση για 3-4 δολάρια μεροκάματο προσέλκυσαν χιλιάδες από αυτούς/ές στο Χουάρες. Οι οικογένειες που έρχονται στην πόλη κατασκευάζουν τα νέα τους σπίτια - παράγκες με υλικά που πετούν τα εργοστάσια (σανίδες, λαμαρίνες, χαρτόνια και πέτρες ). Στις εργατικές αυτές "συνοικίες", που είναι κοντά στο μολυσμένο από τα χημικά απόβλητα των εργοστασίων ποτάμι - σύνορο με το Ελ Πάσο, δεν υπάρχει αποχετευτικό δίκτυο ούτε πόσιμο νερό και πολλά μικρά παιδιά πεθαίνουν από δυσεντερία. Επίσης, το ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται με γενετικές ανωμαλίες είναι εντυπωσιακό.

Σ' αυτό "το εργαστήριο του εκσυγχρονισμού" το νήμα της πολιτισμικής ζωής των ανθρώπων, ιδιαίτερα όταν είναι ιθαγενείς, είναι σαν να ξηλώνεται μ' ένα απότομα τράβηγμα. Ξεριζωμένοι/ες κυριολεκτικά. Οι γυναίκες ειδικότερα, από έναν κόσμο κλειστό, φεουδαρχικής πατριαρχίας, βρίσκονται ξαφνικά στον τόσο διαφορετικό κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και πατριαρχίας. Μεταξύ άλλων, από την πρώτη μέρα που θα πάνε για δουλειά στο εργοστάσιο οφείλουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των αφεντικών για τη σεξουαλική τους ζωή, πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν περίοδο και δεν είναι έγκυες. Έχουν μόλις πέντε λεπτά για να πάνε στην τουαλέτα, δέκα για πρωινό και μισή ώρα για το μεσημεριανό γεύμα. Αν για τους καπιταλιστές η "πόλη του μέλλοντος" γεννά υπερκέρδη (16δισ. $ το χρόνο, ενώ οι φόροι που καταβλήθηκαν το 2000 ήσαν μόνο 1,5 εκατ. $) για τις φτωχές νεαρές εργάτριες γεννά τον τρόμο, αφού μέχρι σήμερα έχουν βιαστεί, βασανιστεί απάνθρωπα και στη συνέχεια δολοφονηθεί άγρια 450 από αυτές.

Ο μαρτυρικός θάνατος των θυμάτων

Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς άρχισαν οι δολοφονίες γυναικών, μέχρι σήμερα έχουν εξαφανιστεί πάνω από 450. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν δολοφονηθεί στην πόλη και τα περίχωρά της 350 γυναίκες. Πολλές ήσαν 10 έως 22 χρονών και δούλευαν στα εργοστάσια. Σχεδόν όλες ήσαν λεπτές, με μακριά μαλλιά και σκούρο δέρμα. Η αγριότητα των δολοφονιών προκαλεί πόνο αλλά και οργή. Τις βίασαν, τις μαχαίρωσαν, τις στραγγάλισαν, τις διαμέλισαν και τις ακρωτηρίασαν. Έκοψαν το ένα στήθος ή με δαγκωνιά ξερίζωσαν μια θηλή του μαστού. Γέμισαν το κορμί τους με δαγκωματιές. Τους έσπασαν το κρανίο και το πρόσωπο. Τις μαχαίρωσαν 23, 24 φορές. τις έκαψαν. Ξερίζωσαν τα μαλλιά τους. Ακραία έκφραση μισογυνισμού, που θέλει να διαγράψει την ανθρώπινη υπόσταση του γυναικείου φύλου. Οι αρχές δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξαφανίσεις των κοριτσιών ούτε προσπάθησαν να βρουν τα πτώματα, τα οποία τις περισσότερες φορές ανακαλύφτηκαν από τις μανάδες των δολοφονημένων κοριτσιών θαμμένα στην έρημο, λίγο έξω από την πόλη. Δικαιολογούν την αδιαφορία τους αντιστρέφοντας τους ρόλους θύμα-θύτης και ενοχοποιούν τα θύματα. Η τοπική αστυνομία μιλά για πόρνες, ο κυβερνήτης της πολιτείας δηλώνει ότι "το ντύσιμό τους ήταν προκλητικό", "περπατούσαν μόνες τη νύχτα στο δρόμο" και ο εισαγγελέας ότι "αν είχαν μείνει στο σπίτι τους δεν θα τους είχε συμβεί τίποτα". Οι δολοφονίες συνεχίζονται ακόμα και μέρα μεσημέρι και οι αρχές εξακολουθούν να μην κάνουν τίποτα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, οικογένειες των θυμάτων, γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες, διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφάσισαν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Κάτω από την ισχυρή πίεσή τους οι αρχές αναγκάστηκαν να δείξουν ότι κινούνται.

Έτσι, το 1995 συνέλαβαν έναν νεαρό αιγύπτιο, χημικό που εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο. Κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για πέντε δολοφονίες. Ωστόσο, λίγες βδομάδες αργότερα αποκαλύφθηκε στην έρημο το πτώμα ενός κοριτσιού 15 ετών. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε άλλο και άλλο.

Τον Απρίλη του 1996, η αστυνομία, μετά τη σύλληψη 11 ανδρών, κατηγορούμενοι για 7 φόνους, δήλωσε ότι το θέμα λύθηκε. Παρόλα αυτά, οι δολοφονίες συνεχίζονταν. Το Μάρτιο του 1999 συνελήφθησαν 5 οδηγοί φορτηγών, οι οποίοι ομολόγησαν ότι είχαν διαπράξει 12 εγκλήματα. Λίγες μέρες αργότερα, οι οδηγοί -από τη φυλακή- δήλωσαν στον Τύπο ότι είναι αθώοι και ότι τους βασάνισαν για να ομολογήσουν Ένα περιοδικό εμφάνισε φωτογραφίες τους, στις οποίες οι πληγές από καμένα τσιγάρα στο στομάχι και στις γάμπες ήσαν εμφανείς.. Το Φεβρουάριο του 2003 ο δικηγόρος ενός οδηγού βρίσκεται νεκρός. Ειπώθηκε πως τον μπέρδεψαν με ένα φυγάδα όμως, ο πατέρας του δηλώνει ότι τον απειλούσαν τηλεφωνικά ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν εγκατέλειπε την υπόθεση. Τώρα, απειλείται δεύτερος δικηγόρος της ίδιας υπόθεσης.

Η σχέση της αστυνομίας με τις δολοφονίες

Πολλοί από τους συγγενείς των δολοφονημένων γυναικών αλλά και πολλές οργανώσεις που ερευνούν το φαινόμενο αυτό έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν διαπραχθεί τόσοι φόνοι και σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τη συνενοχή της αστυνομίας. Τα παραδείγματα που ενισχύουν αυτήν την άποψη είναι πολλά. Μητέρες δολοφονημένων γυναικών προσφεύγουν στην αστυνομία, η οποία δεν διενεργεί καμία έρευνα. Φίλες των νεκρών κοριτσιών, ξεπερνώντας το φόβο, καταθέτουν ως μάρτυρες σε αστυνομικές ακόμα και δικαστικές αρχές και οι καταθέσεις τους εξαφανίζονται. Το τραγικό: κάποιες από αυτές δολοφονούνται λίγο αργότερα.

Τα εργοστάσια, είναι μόνο χώροι δουλειάς;

Πολλές οι συμπτώσεις για να απαντηθεί καταφατικά το πιο πάνω ερώτημα. Η πιο οφθαλμοφανής είναι ότι πολλά από τα κορίτσια - θύματα ήσαν εργάτριες και εξαφανίστηκαν είτε πηγαίνοντας είτε φεύγοντας από το εργοστάσιο. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι δούλευε με τον αδελφό της και τον πατέρα της. Μια μέρα χωρίς προφανή λόγο της άλλαξαν τη βάρδια, έφυγε μόνη της και δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι της. Την επομένη βρέθηκε το πτώμα της. Μια άλλη, καθυστέρησε τέσσερα λεπτά και δεν της επέτρεψαν να πιάσει δουλειά. Στην επιστροφή για το σπίτι της εξαφανίστηκε. Πολλές εξαφανίστηκαν την επομένη ακριβώς ημέρα από τότε που άρχισαν να δουλεύουν.

Μια συνέντευξη - καταγγελία

Η Μαρία Ταλαμάντες και ο σύζυγός της καυγάδισαν με τους γείτονες και κάλεσαν την αστυνομία. Όταν πήγαν στο αστυνομικό τμήμα να καταθέσουν μήνυση, τους κράτησαν 24 ώρες και βίασαν τη Μαρία. Τη μετέφεραν σε ένα κελί γεμάτο με γυναικεία ρούχα. Όταν ρώτησε για τα ρούχα της απάντησαν ότι "είναι των γυναικών που μεταφέρουμε". Με τρόμο θυμήθηκε ότι πολλές από τις δολοφονημένες γυναίκες φορούσαν ρούχα άλλων εξαφανισμένων.(Λίγο αργότερα, όταν η κυβέρνηση όρισε ειδικό εισαγγελέα για να ερευνήσει τις δολοφονίες, η αστυνομία έκαψε 100 λίμπρες ρούχα, προφανώς γυναικεία). Τη φωτογράφησαν και της απείλησαν ότι αν τους καταγγείλει θα σκοτώσουν αυτήν και την οικογένειά της. Η Μαρία διηγείται ότι οι αστυνομικοί της έδειξαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Φωτογραφίες με ένα κορίτσι στη μέση ενός κύκλου αντρών, άλλες όπου τη βίαζαν ένας -ένας και μετά την κτυπούσαν….Οι άντρες γελούσαν στις φωτογραφίες. Τα κορίτσια "είχαν μια έκφραση πόνου και καταλάβαινες ότι κραύγαζαν. Έβλεπες στο πρόσωπό τους το πόσο υπέφεραν".

Η Μαρία τόλμησε να καταγγείλει και να αναγνωρίσει τους αστυνομικούς που τη βίασαν. Τους συνέλαβαν αλλά κανείς δεν τιμωρήθηκε. Αρκετά αργότερα, έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και από την πρώτη μέρα αισθάνθηκε κάποιο βλέμμα καρφωμένο επάνω της. Γύρισε και αναγνώρισε ότι ο άντρας της ασφάλειας του εργοστασίου ήταν ένας από τους άντρες που είχε δει στις φωτογραφίες.

πηγή
ALITO.GR

ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΖΟΡΤΖ ΠΟΛΚ:ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΑΙΟΣ 1948

Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στην Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1948, μέσα στην «ασπρόμαυρη» ατμόσφαιρα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, πυροδότησε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των ελληνικών αστυνομικών αρχών και έθεσε σε επιφυλακή τις διπλωματικές, στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγ. Βρετανίας. Σήμερα, 62 χρόνια μετά και παρά την επίσημη «διαλεύκανση» της υπόθεσης, ήδη από το 1949, όλες οι εκδοχές για τους δράστες του (πολιτικού) εγκλήματος παραμένουν ανοικτές… Γύρω στις 9 το πρωί της Κυριακής 16 Μαΐου 1948, ο λεμβούχος Λάμπρος Αντώναροςβγήκε με τη βάρκα του στα ανοικτά του κόλπου της Θεσσαλονίκης για ψάρεμα. Ενώ βρισκόταν περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο (μπροστά στο κέντρο «Τριανόν») είδε έκπληκτος ένα θέαμα που τον άφησε εμβρόντητο: επρόκειτο για το πτώμα νεαρού άνδρα, που έπλεε στη θάλασσα με εμφανή σημάδια αποσύνθεσης. Με τη βάρκα του μετέφερε το πτώμα στην προβλήτα και κάλεσε το λιμενικό. Όπως σημειώνεται στην έκθεση αυτοψίας «το πτώμα επαρουσίαζεν όψιν αποσυνθέσεως» ενώ «τα κάτω και τα άνω άκρα αυτού ήταν προσδεδεμένα αλλήλων δια σχοινιού». Αλλά το πλέον σοβαρό εύρημα ήταν πως το θύμα «έφερεν τραύμα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής επενεχθέντος δια πυροβόλου όπλου». Πάνω στο πτώμα βρέθηκε η ταυτότητά του: επρόκειτο για τον 34χρονο Αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ (George Polk), ανταποκριτή του ειδησεογραφικού οργανισμού CBS (Columbia Broadcasting System), ο οποίος είχε εξαφανιστεί μία εβδομάδα νωρίτερα από το ξενοδοχείο της πόλης «Αστόρια» όπου διέμενε.
Η πληροφορία για την ανεύρεση του πτώματος έσκασε «σαν βόμβα» στις ελληνικές αρχές και κινητοποίησε αμέσως τις διπλωματικές αντιπροσωπείες και μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, λόγω της εθνικότητας και της ιδιότητας του θύματος, αλλά κυρίως εξαιτίας της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας το προηγούμενο διάστημα.
Παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ο Μουζενίδης δεν ζούσε και ο Βασβανάς ήταν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη την εποχή της δολοφονίας, πως ο Πολκ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν υποτίθεται πως τον συνάντησε ο Στακτόπουλος στην Αθήνα, και δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας που να τους είδε να τρώνε το βράδυ του φόνου στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο», τον Απρίλιο του 1949 ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ οι Μουζενίδης και Βασβανάς (οι οποίοι, όπως ήταν… φυσικό, απουσίαζαν από τη διαδικασία) στη θανατική ποινή. Η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε, αφού αποδείχτηκε γραφολογικά ότι δεν έγραψε και πολύ περισσότερο δεν έστειλε αυτή τον επίμαχο φάκελο με την ταυτότητα του Πολκ. Αργότερα, θα αποδειχθεί πως τον φάκελο είχε βρει εντελώς τυχαία στην προκυμαία της πόλης ο Θ. Μπάμιας και είχε αναθέσει σ’ έναν φίλο του να γράψει τη διεύθυνση και να τη στείλει στην αστυνομία. O Πολκ -βετεράνος πιλότος του αμερικανικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 2ουΠαγκοσμίου Πολέμου- είχε προσληφθεί το 1946 από το CBS για να καλύπτει το χώρο της Μέσης Ανατολής. Τον ίδιο χρόνο πρωτοήλθε στην Αθήνα, στην οποία εγκαταστάθηκε οριστικώς τον Ιανουάριο του 1947. Ως τον Μάιο του 1948 ταξίδευε συχνά στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Παλαιστίνη, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας. Σε κάθε περιοχή διέθετε έναν συνεργάτη και στην Αθήνα αυτός ήταν ο Κώστας Χατζηαργύρης, ένας αριστερός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας «Christian Science Monitor», που διατηρούσε επαφές με τους σοβιετικούς στην ελληνική πρωτεύουσα (από τους πρώτους «υπόπτους» στην υπόθεση). Παράλληλα, σε κάποιο από τα ταξίδια του γνώρισε την νεαρή ελληνίδα αεροσυνοδό της ΤΑΕ -τον πρόδρομο της «Ολυμπιακής
Στις αρχές του Μαΐου του 1948 ετοιμαζόταν να επιστρέψει με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ, όπου τον περίμενε μια ετήσια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή του (είχε εισιτήρια για τις 20 Μαΐου), διότι ήθελε προηγουμένως να πραγματοποιήσει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία: καθώς ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο κρισιμότερο στάδιό του, σκόπευε να πάει «στο βουνό, κάπου στη Βορ. Ελλάδα» και να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και πρόεδρο της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης»Μάρκο Βαφειάδη. Για το σκοπό αυτό, την Παρασκευή 7 Μαΐου έφτασε (χωρίς τη συνοδεία της γυναίκας του) στην Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Την ίδια και την επόμενη ημέρα επισκέφθηκε το αμερικανικό προξενείο στην πόλη και είχε συναντήσεις με αμερικανούς και βρετανούς αξιωματικούς αλλά και δημοσιογράφους˙ ανάμεσά τους και τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters Γρηγόρη Στακτόπουλο, που τότε γνώρισε για πρώτη φορά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 8 Μαΐου, ο θυρωρός τον είδε να μπαίνει στο ξενοδοχείο για τελευταία φορά.
Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του Πολκ χάθηκαν. Τη Δευτέρα 10 Μαΐου, η διεύθυνση του ξενοδοχείου ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές για την εξαφάνιση, ενώ στις 12 Μαΐου στην πόλη έφτασε η σύζυγός του Ρέα, φανερά ανήσυχη από την εξέλιξη αυτή και αργότερα ο αδελφός του Γουίλιαμ.
Αμέσως μετά την ανακάλυψη του πτώματος βρέθηκαν στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι του CBS Ουίν. Μπερνέτ και Τζ. Σεκοντάρι, καθώς και ο στρατηγός Γ. Ντόνοβαν πρώην διευθυντής της OSS (η μυστική υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ πριν από τη σύσταση της CIA), ειδικός ερευνητής-σύμβουλος μιας επιτροπής της αμερικανικής «Ένωσης Συγγραφέων – Δημοσιογράφων Εξωτερικού» (OWA) με πρόεδρο τον Γ. Λίπμαν («επιτροπή Λίπμαν»).

Ο Στακτόπουλος

Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, στις 14 Αυγούστου, ο Στακτόπουλος συνελήφθη ως ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του Πολκ. Ο Έλληνας δημοσιογράφος -ο οποίος είχε κομμουνιστικό παρελθόν και είχε σπουδάσει στο αμερικανικό κολέγιο «Ανατόλια» της πόλης- θεωρήθηκε ως ο άνθρωπος που έστησε την «παγίδα θανάτου» στον Αμερικανό συνάδελφό του. Υπό την πίεση της ανάκρισης, ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων αλλά και για να αποφύγει τη θανατική ποινή, ο Στακτόπουλος έκανε δύο ομολογίες παραδεχόμενος την ανάμειξή του στο έγκλημα. Δύο μέρες μετά, συνελήφθη ως συνεργός και η μητέρα του, Άννα Στακτοπούλου, η οποία φερόταν να είναι η αποστολέας φακέλου που απευθυνόταν «προς το 3ο Αστυνομικό Τμήμα» και περιείχε τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της «Panamerican Airways». Μετά την καταδίκη του, ο Στακτόπουλος έμεινε -παράνομα- τέσσερα χρόνια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας προτού μεταφερθεί στις φυλακές. Το 1956 η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια και το 1960 αποφυλακίστηκε, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καλλίας μείωσε την ποινή σε 17 χρόνια.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (κυρίως χάρη σε σοβαρή έρευνα και σειρά δημοσιευμάτων του δημοσιογράφου Β. Τσιμπιδάρου) είχε αρχίσει να γίνεται αποδεκτό πως ο Στακτόπουλος δεν είχε καμιά συμμετοχή στην υπόθεση. Ο ίδιος, ως το 1998 όταν πέθανε σε ηλικία 88 ετών, βασιζόμενος σε νέα στοιχεία, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ώστε να ξανανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης και να υπάρξει αναψηλάφηση της δίκης του, κάτι που ωστόσο δεν έγινε δεκτό (η τελευταία σχετική αίτηση, αυτή τη φορά από την πλευρά της συζύγου του, απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μόλις τον προηγούμενο Μάιο). Σήμερα, αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως για τη δολοφονία του Πολκ δεν ευθύνονται αυτοί που καταδικάστηκαν το 1949. Αλλά, αν δεν είναι αυτοί, τότε ποιοι κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του;
Το κλίμα της εποχής
Η υπόθεση Πολκ αποτελεί ένα πραγματικό φαινόμενο στα διεθνή ποινικά χρονικά, καθώς πέρα από την επίσημη «λύση Στακτόπουλου», έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, επτά, τουλάχιστον, εκδοχές για την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας και τα κίνητρά τους. Για την κατανόηση των ποικίλων παραμέτρων της υπόθεσης, σκόπιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε συνοπτικά το πολιτικό περιβάλλον και το διεθνές κλίμα εκείνης της περιόδου.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1947 είχε εξαγγελθεί το «δόγμα Τρούμαν» με το οποίο η Ελλάδα είχε περάσει από τη βρετανική στην αμερικανική κηδεμονία. Στο πλαίσιο του δόγματος, οι Η.Π.Α. διέθεσαν συνολικά ως οικονομική βοήθεια το ποσό των 300 εκατ. δολ., που στην Ελλάδα διαχειριζόταν η «Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας προς την Ελλάδα» (AMAG). Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη φάση του και οι στρατιωτική αναμέτρηση έδειχνε ακόμα σχετικά αμφίρροπη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της κυβέρνησης του Θ. Σοφούλη (που ουσιαστικά καθοδηγούνταν από αμερικανούς αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Βαν Φλητ) είχαν «περιοριστεί» στις μεγάλες πόλεις και η Θεσσαλονίκη βρισκόταν πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων στη βόρεια Ελλάδα, ένα σημαντικό μέρος της οποίας κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Ταυτοχρόνως, στο διεθνές πεδίο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται το αντικομμουνιστικό, ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα, είτε βάσει σχεδίου είτε τυχαίως, αποτελούσε το πρώτο πεδίο εφαρμογής της στρατηγικής του.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσημη εκδοχή που παρουσίασαν οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης (με επικεφαλής τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχη Ν. Μουσχουντή) έγινε αμέσως δεκτή από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ (τη στήριξε, άλλωστε, σχεδόν από την αρχή και ο στρατηγός Ντόνοβαν, αποκρύπτοντας ενδεχομένως πολλά στοιχεία που γνώριζε), που απλώς συμφώνησε και υποστήριξε με κάθε δυνατότητά της το πόρισμα των ανακρίσεων και την απόφαση του δικαστηρίου.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, έρευνες σε ελληνικά, αμερικανικά, βρετανικά και άλλα αρχεία, καταθέσεις Αμερικανών, Βρετανών και Ελλήνων πολιτών, δεκάδες βιβλία Ελλήνων και ξένων ερευνητών, τρεις κινηματογραφικές ταινίες («Κιέριον» του Δ. Θέου – 1966,«Υπόθεση Πολκ» του Αγ. Μάλλιαρη – 1978 και “Ο φάκελος Πολκ στον αέρα” του Γρ. Γρηγοράτου – 1987) και εκατοντάδες δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο προσκόμισαν νέα στοιχεία, που κατονόμαζαν τους δράστες σε διαφορετικούς και ποικίλους πολιτικούς, κοινωνικούς και «επαγγελματικούς» χώρους.